κυβοειδής

κυβοειδής
ης, ες имеющий форму куба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κυβοειδής" в других словарях:

  • κυβοειδής — like a cube masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβοειδής — ές (Α κυβοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με κύβο, που έχει σχήμα κύβου 2. φρ. ανατ. «κυβοειδές οστό» οστό τού δεύτερου στοίχου τών οστών τού ταρσού που έχει σχήμα κυβικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κυβοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα κύβου ή αυτός που μοιάζει με κύβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυβοειδῆ — κυβοειδής like a cube neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κυβοειδής like a cube masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κυβοειδής like a cube masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβοειδεῖ — κυβοειδής like a cube masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κυβοειδής like a cube masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβοειδεῖς — κυβοειδής like a cube masc/fem acc pl κυβοειδής like a cube masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβοειδές — κυβοειδής like a cube masc/fem voc sg κυβοειδής like a cube neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβοειδοῦς — κυβοειδής like a cube masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβοειδῶν — κυβοειδής like a cube masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»